Μετά την καταστροφή του 1922, περίπου 1.200.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Το προσφυγικό αυτό δυναμικό, εγκαταστάθηκε τόσο στο αστικό, όσο και στο αγροτικό στοιχείο της χώρας. Οι ήδη αυτοί καταπονημένοι άνθρωποι, δέχτηκαν πίεση και την προκατάληψη των αυτοχθόνων και ο αγώνας για την επιβίωση τους ήταν έτσι ακόμα πιο δύσκολος.
Οι πρόσφυγες, σε αντίθεση με τους τότε Έλληνες, ήταν πιο ανοιχτοί, πιο κοινωνικοί, και η διασκέδαση τους περιλάμβανε όλα τα μέλη της οικογένειας τους. Γενικά, μπορούμε να πούμε, ότι ήταν συνηθισμένοι σε ένα πιο κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής. Για να μπορούν να διασκεδάζουν και να παίζουν την μουσική τους άνοιγαν τα δικά τους μαγαζιά. Ένας άλλος τρόπος διασκέδασης και συγχρόνως μια ανατολίτικη συνήθεια, ήταν να πηγαίνουν συχνά στους τεκέδες για να καπνίσουν, εκεί άκουγαν την μουσική και τα τραγούδια του μάγκα και του ρεμπέτικου.
Το στυλ του τραγουδιού που άρχισε να διαδίδεται σιγά – σιγά ήταν το λαϊκό. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιήθηκαν και ακόμα χρησιμοποιούνται είναι το μπουζούκι το μπαγλαμαδάκι, η κιθάρα, το ούτι, το σαντούρι, το ακορντεόν, το τουμπερλέκι και ακόμα και το βιολί που χορδιζόταν διαφορετικά, φυσικά πάντα με την συνοδεία μιας ανθρώπινης φωνής.
Πολλοί από αυτούς άρχισαν πάρε δώσε με τους μάγκες, χωρίς να πούμε πως ήταν η πλειοψηφία από αυτούς. Τα αποτελέσματα αυτής της αμοιβαίας επίδρασης μεταξύ δυο ειδών τραγουδιού (μικρασιάτικου και ρεμπέτικου), διασκέδασης και αντίληψης για την ζωή θα γίνονταν σιγά – σιγά αισθητά στην αλλαγή του ύφους των τραγουδιών, των μουσικών που τα δημιουργούσαν και του κόσμου που τα άκουγε και εκφραζόταν μέσα από αυτά.
Η περίοδος του μεσοπολέμου είναι η κλασική περίοδος. Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί κυρίως το πειραιώτικο στυλ με κυριότερο εκφραστή τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Παράλληλα, αρχίζουν να γράφουν ρεμπέτικα και οι Σμυρνιοί συνθέτες. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, μαζί με τον Παναγιώτη Τούντα (‘’η Προσφυγοπούλα’’ ), τον Σπύρο Περιστέρη, τον Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό, τον Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη και τον Σταύρο Παντελίδη είναι οι κυριότεροι συνθέτες που μεταφυτεύουν το μικρασιάτικο δημοτικό και αστικό λαϊκό τραγούδι στη δισκογραφία της κυρίως Ελλάδας στα χρόνια της προσφυγιάς. Στα τραγούδια τους συμπυκνώνεται ο καημός και η νοσταλγία μιας γενιάς, που βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με οξύτατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
«Για σκέψου», έλεγε η Αγγ. Παπάζογλου «από τρεις πιάτσες καφενεία οργανοπαίχτες που είχε η Σμύρνη κι ήτανε σα μυρμηγκοφωλιές, σαν τα μελίσσια όλη μέρα, πόσοι γλυτώσανε νομίζεις από τη σφαγή και την καταστροφή; Όποιον και να θυμηθώ, χαμένος είναι, σφαγμένος είναι, όμηρος πέθανε, αιχμάλωτος “πόμεινε και δεν τον ξανάδε πια κανείς. Μονάχα από τσι παιχνιδιατόροι γλύτωσε ο ένας στους πενήντα!…Ολοι αυτοί ύστερα μαζευτήκανε στην Κοκκινιά. Όλα τ” άλλα τα “χαμε χάσει, το τραγούδι είχε γλυτώσει μέσα μας. Δεν έπρεπε να το αφήσουμε να πάει χαμένο, να χαθεί κι αυτό…».
Το 1937 εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης και περίπου την ιδία περίοδο και ο Μανώλης Χιώτης. Μια αξιόλογη συνθέτης που έζησε στην Σμύρνη είναι και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Το περιεχόμενο των τραγουδιών αλλάζει αναγκαστικά και αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες εκλείπουν. Κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια είναι το ‘’Συννεφιασμένη Κυριακή’’ του Βασίλη Τσιτσάνη, το ‘’Κάποιο τρένο θα περάσει’’ και το ‘’Όνειρο Απατηλό’’ της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.