Κάθε τραγούδι και μια ιστορία - 10 μεγάλα ρεμπέτικα & λαϊκά
Η ιστορία των τραγουδιών που έγραψαν ιστορία!
Ο Μάρκος Βαμβακάρης διηγείται την ιστορία ενός εμβληματικού τραγουδιού: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μετά την Κατοχή, όταν τα στούντιο άρχισαν και πάλι να λειτουργούν, γραμμοφωνεί μία σειρά από αθάνατες επιτυχίες. Ανάμεσά τους και η αξεπέραστη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Λέει ο Τσιτσάνης σχετικά: «Η μουσική που έκανα για τη Συννεφιασμένη Κυριακή ξεκινάει μέσα από το δικό μου κόσμο. Οτι αισθάνομαι το συνθέτω, και το τραγουδώ. Και τα λόγια δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε διάφοροι. Ημουνα στη Θεσσαλονίκη, είχε χιονίσει. Βγήκα να περπατήσω και είδα πάνω στο χιόνι αίματα, από συμπλοκή ανάμεσα σε στρατιώτες και αντάρτες. Μαράθηκε η ψυχή μου. Σκέψου πόσα παλικάρια σκοτώθηκαν εδώ, είπα. Ηταν Κυριακή. Πήγα στη γωνιά μου και με πόνο καρδιάς έγραψα το τραγούδι».
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε μέγας παίκτης του μπουζουκιού. Τα σόλα και τα ταξίμια του παραμένουν μυθικά και αξεπέραστα. Επίσης εργάτης του πάλκου και μέγας διασκεδαστής. Αλλά και σαν μελωδός ο Παπαϊωάννου είχε δική του προσωπικότητα και ύφος. Άμεσος, ευρηματικός και χιουμορίστας, μετά από κρεββατομουρμούρα που είχε με τη σύζυγό του προέτρεψε τον στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη, τον ξακουστό τσάντα, να γράψει ένα στίχο που να περιγράφει αυτά που τράβηξε το προηγούμενο βράδυ. Κάπως έτσι γεννήθηκε το Σβήσε το φως να κοιμηθούμε.
Ο Γιώργος Μητσάκης, νεαρός ακόμα συναντά τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Εκείνος θα του διδάξει τα μυστικά του μπουζουκιού, θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία, βγάζοντας «πιατάκι». Ο Μητσάκης γνωρίζεται με τον Στελλάκη, τον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, το Στράτο, τον Περιστέρη, τον Κερομύτη, τον Μπιρ Αλλάχ, τον Τζουανάκο και άλλους πρωταγωνιστές και κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια (στου Πίκινου, στου Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου). Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα και για την φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους. Σύμφωνα με τον Μητσάκη, το περίφημο Κομπολογάκι και το Όταν καπνίζει ο λουλάς - που ηχογραφήθηκαν μετά την απελευθέρωση και την επαναλειτουργία των studio στη Ριζούπολη και μάλιστα το καθένα σε τρεις παράλληλες εκτελέσεις - είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και αφορμές. Δηλαδή το κομπολογάκι, που αγόρασε το χειμώνα του '41 από ένα μαγαζάκι (Το Μινιόν) της Πατησίων στην Αθήνα, με ότι του είχε απομείνει από την αγορά ενός παλτού από τα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι, χάθηκε στην διαδρομή προς την πλατεία Μεταξουργείου, αφού το παλτό είχε τρύπιες τσέπες. Φτωχό κομπολογάκι μου/ σε είχα το μεράκι μου...
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γραμμοφώνησε λίγα αλλά χαρακτηριστικά τραγούδια. Όπως και οι περισσότεροι πρωτοπόροι της εποχής του, έκαναν το βίωμά τους δημιουργία. Ο Γενίτσαρης λέει για το λατρεμένο του αλλά και τόσο κακοφημισμένο στη δεκαετία του ’30,οργανάκι του: «Όταν έγραψα το Εγώ Μάγκας Φαινόμουνα ήμουν δεκατριώ-δεκατεσσάρω χρονών και έπαιζα καλό μπουζουκάκι. Στα δεκάξι μου, έπαιζα το Μάγκας Φαινόμουνα σε ταβέρνες. Ένας φίλος μου, που δούλευε κι αυτός, μου λέει: «Δεν πάς να το πεις σε καμιά εταιρία;». Το πήγα στην Κολούμπια, τους άρεσε, και κάναμε δίσκο. Ήταν ο Τούντας τότε διευθυντής. Τότε, δισκογραφούσαμε με λάμπες, μια κι έξω σε πλάκα 78 στροφών».
Ο Απόστολος Καλδάρας εξηγεί στον Παναγιώτη Κουνάδη τις συνθήκες που γέννησαν ένα μεγάλο τραγούδι του: «Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι και τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από ‘κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45».
Κατά την περίοδο του 1ου Παγκόσμιου πολέμου, στην πατρίδα μας προστέθηκε και Εθνικός Διχασμός των ανάμεσα σε Βασιλικούς και Βενιζελικούς. Το δίλημμα αν θα συντασσόμασταν με τις δυνάμεις της Αντάντ δηλαδή της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας όπως επιθυμούσε ο Βενιζέλος ή αν θα κρατούσαμε μια γερμανόφιλη ουδετερότητα όπως επεδίωκε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Α’ μάτωσε τον τόπο και τους ανθρώπους του. Τον Αύγουστο του 1916 ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνέστησε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Το τραγούδι και οι άνθρωποί του δεν έμειναν ασυγκίνητοι. Δεν γνωρίζουμε τους πρώτους δημιουργούς, αλλά το τραγούδι τους επανήλθε στα χείλη όλων των Ελλήνων μέσα απ’ τη διασκευή του Σταύρου Ξαρχάκου και την επιμέλεια του Νίκου Γκάτσου για την ταινία «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη.
Από το βιβλίο του Τάσσου Κοντογιαννίδη, "Έγκλημα στου Χαροκόπου": «Παραμονή των Φώτων του 1931. Έχει μόλις προηγηθεί ένας σεισμός που ταρακούνησε την Αττική. Εκείνο το βράδυ μια μάνα με τη συνεργασία του ανιψιού της και της οικιακής βοηθού και την ανοχή της κόρης της, θα δολοφονήσει, θα κάψει, θα τεμαχίσει και θα πετάξει σε ένα ρέμα τον γαμπρό της. Πρόκειται για την τραγική ιστορία του Αρκάδα εργολάβου οικοδομών Δημήτριου Αθανασόπουλου, της συζύγου του Φούλας (και της Πεθεράς του Τέμης Κάστρου. Η πεθερά ήταν ερωμένη του εργολάβου και τον πάντρεψε με την πολύ νεώτερή του κόρη της. Ο Μίμης ήταν πότης, χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Απατούσε την ερωμένη του, απατούσε και έδερνε την σύζυγο! Ο εξάδελφος της συζύγου, Δημήτριος Μοσκιός (μόλις 18 ετών) είναι κρυφά ερωτευμένος με τη Φούλα! Εκείνο το βράδυ το ζευγάρι επέστρεψε από διασκέδαση και καυγάδισε με αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό της Φούλας. Όμως το νερό είχε μπεί στ' αυλάκι...»
Στα τέλη της δεκαετίας του 40 η φράση «να προλάβουμε το τελευταίο τραμ» είχε κομβική σημασία γιατί αν δεν γινόταν πραγματικότητα είχε ατέλειωτο, και συχνά και επικίνδυνο, ποδαρόδρομο. Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά και ο Αλέκος Σακελλάριος με το Χρήστο Γιαννακόπουλο που υπέγραφαν κείμενα για επιθεωρήσεις που μαγνήτιζαν τον κόσμο αλλά και ο χαρισματικός μαέστρος Μιχάλης Σουγιούλ. Ο Σακελλάριος που έμενε στην οδό Καρόλου, έπρεπε να πάρει ταξί ή τραμ για να πάει στο σπίτι του συνεργάτη Γιαννακόπουλου, στη Σόλωνος και να πιάσουν τα μολύβια τους, να ανταλλάξουν ιδέες και να γράψουν ιστορίες και ιστορία…. Όμως τα πειρατικά ταξί εκείνη την εποχή και ειδικά τις νυχτειρνές ώρες ήταν και δυσεύρετα και ακριβά. Το τραμ των 12, το τελευταίο, ήταν η μόνη επιλογή. Η παράσταση «Άνθρωποι, Άνθρωποι» ξεχώρισε για το περίφημο νούμερό της όπου δύο φτωχά ζευγαράκια, ο Νίκος Ρίζος με τη Σπεράντζα Βρανά και ο Φιλιππόπουλος με την Άννα Φυλλίδου, βγαίνοντας μεθυσμένοι από ταβερνάκι, σταματούσαν το που οδηγούσε ο Μίμης Φωτόπουλος… Κάπως έτσι θεσμοθετήθηκε το αρχοντορεμπέτικο.
Στην αγορά του Πειραιά στην Πλατεία Καραϊσκάκη, στα λεγόμενα Λεμονάδικα, μετά την καταστροφή του 1922 προστέθηκε αυτοσχέδιος καταυλισμός από παράγκες για να στεγαστούν προσωρινά οι πρόσφυγες. Στο διάβα των καιρών μετατράπηκαν σε μικρομάγαζα. Εκεί, σε συνδυασμό και με την κίνηση του λιμανιού, ανθούσαν και τα ναρκωτικά, αρχικά νόμιμα και μετά παράνομα αλλά και οι μικροληστείες. Άλλωστε λαχαναγορίτες και μανάβηδες είχαν πάντα γεμάτο πορτοφόλι, φίσκα στα λάχανα, που κυνηγούσαν οι λαχανάδες… Και κάπου εδώ έμπαινε και στο παιχνίδι ο ζόρικος αστυνόμος… Τα περιγράφει αναλυτικά, σαν ταινία μικρού μήκους, ο Βαγγέλης Παπάζογλου τραγούδι του.
ΠΗΓΗ: ogdoo.gr
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΑΧΟΥΤΗΣ